φόρταξ

φόρταξ
φόρταξ
carrier
masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φόρταξ — ακος, ὁ, ΜΑ μσν. φορτικός, ενοχλητικός αρχ. 1. αχθοφόρος 2. φορτηγό πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. δόν αξ). Η αρχική σημ. τής λ. «αχθοφόρος» εξελίχθηκε «επί κακώ» για να δηλώσει τον ενοχλητικό, πιθ. εξαιτίας τής κακής φήμης …   Dictionary of Greek

  • φόρτακας — φόρταξ carrier masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρτακες — φόρταξ carrier masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”